- τροπαιοφόρος
- -α, -οτροπαιούχος, νικηφόρος, νικητής: Τροπαιοφόρος στρατός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τροπαιοφόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόρος — α, ο / τροπαιοφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που έχει τρόπαια, νικητής («Νίκη χρυσῆ τροπαιοφόρος», Διόδ.) μσν. προσωνυμία τών χριστιανών που υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους στον Ιησού Χριστό αρχ. 1. (για θεό) αυτός που παρέχει … Dictionary of Greek
τροπαιοφόροις — τροπαιόφορος bringing trophies masc/fem/neut dat pl τροπαιοφόρος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόροισι — τροπαιόφορος bringing trophies masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) τροπαιοφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόρον — τροπαιοφόρος masc/fem acc sg τροπαιοφόρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόρου — τροπαιόφορος bringing trophies masc/fem/neut gen sg τροπαιοφόρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόρους — τροπαιόφορος bringing trophies masc/fem acc pl τροπαιοφόρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόρων — τροπαιόφορος bringing trophies masc/fem/neut gen pl τροπαιοφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόρῳ — τροπαιόφορος bringing trophies masc/fem/neut dat sg τροπαιοφόρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπαιοφόρε — τροπαιοφόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)